- παριστίδιος
- παριστίδιος [pron. full] [ῐδ], ον,A at the loom, AP7.726 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παριστίδιος — at the loom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παριστίδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά στον ιστό, δηλ. στον αργαλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἱστός + κατάλ. ίδιος] … Dictionary of Greek